Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

ευαισθησίες

φέτος στις γιορτές μερικά πράγματα όπως μια φωτογραφία από την ανακωχή στον πιο σκληρό πόλεμο του περασμένου αιώνα τη μέρα των χριστουγέννων του 1914 -μπορεί για αυτό το γεγονός και μόνο ν' άξιζε να γεννηθεί ο χριστός- και τα σκουριασμένα παΐδια τση πλώρης της παροπλισμένης "μάρθας" των παιδικών μας χρόνων ασκούν πάνω μου μια γοητεία
 τα τελευταία πόστ δεν ήταν δυνατό να τα αποφύγω, όπως ο ερωτευμένος είναι αδύνατο να κρύψει τον έρωτά του

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

"μάρθα"


φέρυ μπώτ "μάρθα" συγκίνηση και νοσταλγία για τους ζακυνθινούς της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80
ο αντώνης μου έγραψε πως "... στην ίδια περίπου θέση ήταν παρατεταγμένα κάποια από τα τα πλοία των Αρχαίων Ελήνων πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, το 480 π.Χ...."
πιο πολλά μπορεί να βρεί κανεις στο http://www.facebook.com/vertzak.vertz


Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

η ανακωχή των χριστουγέννων

                                                              







"Τα πρώτα Χριστούγεννα του Ά Παγκοσμίου Πολέμου η ανθρωπότητα γίνεται μάρτυρας ενός απίστευτου φαινομένου: Απλοί στρατιώτες, αμφότερων των στρατοπέδων, παίρνουν την πρωτοβουλία να κάνουν ανακωχή για μια μέρα, κάτι που γίνεται αποδεχτό με επιφυλακτικότητα από τους αξιωματικούς τους οι οποίοι για πρώτη φορά νιώθουν ανίκανοι να επιβληθούν."
( copy  απο  http://greek-documentaries.blogspot.gr/2012/08/bbc_9.html και http://www.1914-1918.net/truce.htm )
 

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

το τέλος του κόσμου και ο κομήτης

zakinthos, watercolor on paper, yanica nikolaeva sla 


διαβάστε ένα κείμενο του ντίνου κονόμου, όπως το αντιγράφει ο διονύσης ρώμας στα “ζακυνθινά” του σημειώνοντας ανάμεσα σ ' άλλα στον πρόλογο: “... Όπως και να έχει το πράγμα, ο κομήτης στην εποχή του υπήρξε ένα σπουδαίο “κάζο”, που οι Ζακυνθινοί δεν μπορούσανε να αφήσουν ανεκμετάλλευτο – καταφέρνοντας στο τέλος να μεταβάλλουνε και την “μελλοντική καταστροφή της Γης” σε... μπούφα...”

Εκείνο τον καιρό είπανε στο Τζάντε πως θα πέσει ο κομήτης και θα βουλιάξει ο κόσμος. Ήτανε καλοκαίρι και γιόμισε ο Άμμος και το Πόρτο με ασκέρια και αρέκιες (Σημ. Δ.Ρ. α ορέκιο, με το αυτί: ανόργανη σερενάδα). Το τελευταίο βράδυ τση γης και τση Ζάκυθος! Διαδόσεις και λιγούρες, κόρτε και φριτούρες και παστελάδες. Οι ταβέρνες γιομάτες. Έψεναν γαρδούμπες και σπληνάντερο και περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου. Ο κομήτης έγινε τραγούδι και λαικό ξεφάντωμα:

Και δίχως ν' ακούσεις βαρβάτο φουρνέλο
Το μπουμ θε ν' ακούσεις κι αντίο μαστέλλο.
Μπουμ, μπουμ, μπουμ κι ένας ύπνος θανάτου,
αν πέσει η ουρά του, αν στάξει η ουρά του.

Μα ο κομήτης αργούσε να φανεί και ο κόσμος... αδημονούσε. Περνούσε η ώρα και αργούσε ο χαλασμός...
Τότε είναι που ένας “μαντσιαδώρος” με την παρέα του σκαρφίστηκε το κάζο που αναστάτωσε τον Άμμο. Η μπούφα έπιασε πέρα για πέρα. Οι “μαντσιαδώροι” πιάσανε και πληρώσανε τον Κλαμπανάρο της Φανερωμένης και τσου έδωσε τα κλειδί του καμπαναριού. Η συμφωνία τους ήταν να μην βγάλει τσιμουδιά και σε μιαν ώρα θα λάβει πίσω τα κλειδιά του. Το σούρπο, λοιπόν, ανεβαίνει ο Α απάνω στο καμπαναριό και περνάει από το γλωσσίδι της βαριάς καμπάνας μια διπλή πετονιά. Κατεβαίνει ύστερα λαθραία και χάνεται. Εννοείται πως η πετονιά ήταν έτσι γαντζωμένη στο γλωσσίδι ώστε, όταν την τραβούσες μονή πέρα για πέρα, μπορούσες να την μαζώξεις από κάτω. Την άκρη της πετονιάς, δεμένη με μια πέτρα, ο Α την είχε πετάξει σ' ένα χαλέπεδο έρημο δίπλα στο καμπαναριό, όπου περίμενε η παρέα. Περασμένα μεσάνυχτα έπεσε η πρώτη μπάσα νότα τση κοιμησμένης καμπάνας της Φανερωμένης. 'Υστερα η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη... ο Άμμος ανατρίχιασε. Ο κόσμος σταυροκοπιόταν, στάθηκαν οι αρέκιες κι αφουγκράστηκαν το σπετάκουλο. Δε φαινότανε κανείς στο καμπαναρίο, η πόρτα ήτανε κλειστή απόξω και τα κλειδιά στα χέρια του κλαμπανάρου. Η πετονιά στο χαλέπεδο πίσω από το καμπαναριό, δε φαινότανε. Το φανάριστο πλάτωμα της φανερωμένης σπασμένο! Ανοίγουνε την εκκλησία κι ο παπα-Νικόλας διαβάζει μεταμεσονύχτια δέηση υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου... Ο κομήτης τώρα θα 'πεφτε! Σκηνές αλλοφροσύνης. Παράκλησες και προσευχές στο πλάτωμα της εκκλησιάς. Λάβαρα και σημαίες, λιβάνια και κεριά στα παρεθύρια. Οι πιο τερατώδικες φήμες αναζήτησαν για τα περγαλία. Και στις ταβέρνες ακούστηκαν ξανά κομμένες οι αρέκιες:

Κατακαημένη Ζάκυνθο, μαυρίζουν τα βουνά σου,
φεύγουν τα παληκάρια σου, χάνεται η ομορφιά σου...

Εβόγγαε κι έκλαιγε η αρέκια. Σωπάσανε οι παστελάδες και τα σουλάτσα. Η συντέλεια των αιώνων! Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα...”

Μια συμπληρωματική πληροφορία που δίνει ο Κονόμος είναι και τούτη: Η μάνα ενός από τους δράστες της “μάντσιας” δεν είχε σπίτι της λιβάνι και έβαλε δυο ουγγιές ζάχαρη στο θυμιατό. Εξύπνησε ο γιός την αυγή και γύρεψε καφέ... όμως η ζάχαρη είχε λιβανιστεί με το σκανταλέτο για τη σωτηρία των ανθρώπων! Κατέβηκε έτσι χαράματα στη δουλειά του δίχως καφέ, βλαστημώντας την ιδέα που είχε να δημιουργήσει “εκ των ενόντων” ένα καινούργιο θαύμα της Φανερωμένης...”