Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Οι ζακυνθινοί blogers για τον Άη-Λύπιο

Οι ζακυνθινοί blogers ανεβάζουν το θεμελιώδες έργο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», συμπαραστεκόμενοι από κοινού στην προσπάθεια για την ιστορική και οικολογική διάσωση από τον αλόγιστο τουρισμό και ανάδειξη του χώρου του Άη- Λύπιου, όπου διαδραματίζεται το έργο.

Διονυσίου Σολωμού
H ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ZΑΚΥΘΟΣ
ΚΕΦ. 1
1. Εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι, λέγω:
2. Ότι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με ένα καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές,
3. και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού, έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό·
5. και το είδα σκεδόν γιομάτο, και είπα: Δόξα σοι ο Θεός·
6. γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα Του, και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα, με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου·
10. και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα, και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τζέπη του ράσου μου, και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και [ο] νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του.
16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα·
17. και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε' μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε αποπάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα οπού με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου γιατί είδα πως εχασομέρησα. Και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Γυναίκα της Ζάκυθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαρία ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε το δρόμο.
22. Και μη θέλοντας εγώ να τα κλωτζοβολήσω, για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πού 'χανε, εστοχαστήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα, επήρε και αυτός μία πέτρα
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονύσιου του Ιερομόναχου, δεν το πίτυχε· γιατί από τη βία τη μεγάλη με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε, και έπεσε.
27. Έτζι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά, και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα αποπάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.
ΚΕΦ. 2
1. Το λοιπόν, το κορμί της γυναικός, ήτανε μικρό και παρμένο.
2. Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και αποκάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο, αν εκοίταζες από την άκρη του πηγουνιού ώς την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη, και αποπάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' έβρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε πάντα σάγριο, πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα απάνου πού 'τανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μ' όλον πού 'τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο, και τα φρύδια, και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας την πονηρία.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο.
12. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένο από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά εφαινότουνα η φωνή της, εκείνη οπού κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
19. Και μ' όλον τούτο, όταν ήτουν μοναχή επήγαινε στον καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε και έκλαιε.
20. Και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
21. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγενα και αδέλφια, επιδέξια σαν το Χάρο.
22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της, εξύπναε τρομασμένη.
23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά, της ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
24. σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς, τα βλέπεις ξεντερολοϊσμένα και λερωμένα, να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού, και βουρλίζουν τον κόσμο.
Εδώ σταματάει, κάπως απότομα, το δεύτερο κεφάλαιο, αφήνοντας έξι σελίδες άγραφες.Το επόμενο κεφάλαιο, ο Σολωμός το είχε αριθμήσει ― συμβατικά, λέει ο Πολίτης ― πρώτα 18ο και αργότερα 20ό. Ένα είναι βέβαιο: αρχικά, το κεφάλαιο που θα διαβάσουμε τώρα, περιλάμβανε 50 παραγράφους, τις οποίες κατόπι ο Σολωμός υποδιαίρεσε σε 11 + 38 παραγράφους, δημιουργώντας έτσι δύο ανισομεγέθη κεφάλαια.
ΚΕΦ. [3]
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και σκεδόν ολημέρα και συχνά και τη νύχτα έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ·
2. και πολλές γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά 'βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και γίδια, και πρόβατα και βόιδια πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά 'βγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ' ακρογιάλι, και συχνά ασηκώνανε το κεφάλι ν' ακούσουνε, γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγεια και τα χαμώγεια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια, γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους,
10. και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού, και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάνφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.
ΚΕΦ. [4]
1. Ωστόσο η Γυναίκα της Ζάκυθος είχε στα γόνατα τη θεγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει, γιατί ήθελε νά μπει εκεί πού 'τανε το κρεβάτι, και η Γυναίκα δεν ήθελε.
2. Έβαλε, το λοιπόν, το ζουρλάδι τα μαλλιά της αποπίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τά 'χε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
4. Και αφού την εχάιδεψε, και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: «Να και ένα καθρεφτάκι, και κοιτάξου που εισ' όμορφη και μου μοιάζεις».
5. Και η κόρη, που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά, ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και η Γυναίκα εκίνησε για να πάει εκεί που είναι το κρεβάτι, αλλά άκουσε μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά την θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζονται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού· εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. «Και έτζι δα, πώς την κάνουμε; Θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτζα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε πρoσταγές».
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ' έχεις δίκιο, είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
11. Και ετότες η Γυναίκα της Ζάκυθος αποκρίθηκε: «Κυρά πολύξερη, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
12. »Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντία σου, δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. »Και τι σας έλειπε, και τι κακό είδετε από τον Τούρκο;
14. »Δε σας άφηνε φαϊτά, δούλους, περιβόλια; και, δόξα σοι ο Θεός, είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
15. »Σας είπα εγώ ίσως, να χτυπήστε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
16. »Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλικαρίες, και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε την Τουρκιά ξάφνου.
17. »Και ποιος εμπόρειε ποτέ του να υποφτεφτεί τέτοια προδοσία; Το θέλει ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
18. »Τόσο κάνει κ' εγώ να τρέξω μες στο ξημέρωμα με το μαχαίρι στο λαιμό του αντρός μου (που να τόνε πάρει ο διάολος).
19. »Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας κατά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
20. »Καλή, μα το ναι! Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.
21. »Και όσοι μένουνε από τον ξελοθρεμό, έρχονται στη Ζάκυθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε».
22. Λέοντας, εσώπησε ολίγο, κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
23. «Και έτζι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι ή όχι; Και τώρα δα, τι ακαρτερείτε; Εβρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
24. »Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά πάρα να ψωμoζητάτε· και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νά 'ναι μία θαράπαψη, για όποιον δεν ντρέπεται.
25. »Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; Έχω δουλειά».
26. Και φωνάζοντας τέτοια, δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
27. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγρύλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο, και το αλληθώρικό 'σιαξε.
28. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στην πρώτη της μορφή, έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμoυ.
29. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντάς την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστοχήσαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.
30. Ετότες, η Γυναίκα της Ζάκυθος, βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της, και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
31. «Θε' μου, πώς μου χτυπάει η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!
32. »Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες·
33. »αλλά εσύ, κόρη μου, δεν θε νά 'σαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τες άλλες γυναίκες του τόπου μoυ.
34. »Κάλλιο θάνατος! Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχτηκες; έλα, στάσου ήσυχη, γιατί αν αναδευτείς από αυτή την καθίκλα, κράζω ευτύς οπίσω εκείνες τες στρίγγλες και σε τρώνε».
35. Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερίο, χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της Γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
36. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε εκεί όπου ήτανε το κρεβάτι.
37. Και σε λίγο άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πολύ· και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί,
38. καθώς κάνουν οι βαστάζοι, όταν οι κακορίζικοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
39. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, και ότι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της Γυναικός, οπού ανέβαινε.
Εδώ ο Σολωμός είχε αφήσει άγραφες δύο σελίδες.Το επόμενο κεφάλαιο φαίνεται να τον βασάνισε περισσότερο από κάθε άλλο στην πρώτη μορφή. Ουσιαστικά, καθαρογραμμένες είναι μονάχα οι 4 πρώτες παράγραφοι -το υπόλοιπο κείμενο φαίνεται να ανήκει σε λίγο υστερότερη επεξεργασία, η οποία ωστόσο κατέληξε εν μέρει σε μια χωριστή καθαρογραμμένη σελίδα. Η δυσκολία προφανώς οφειλόταν κυρίως στον συμβατικά υπερφυσικό χαρακτήρα αυτού του κεφαλαίου, και πιθανώς στην επιθυμία του Σολωμού να σώσει κάτι από το πρώτο σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκισμένων».
KEΦ. [5]
1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα αποπίσω από μία φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι και αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό.
3. Και μία απ' αυτές, απλώνοντας το χέρι, και ψηλαφίζοντας το γιαλό: «Αδελφάδες», εφώναξε,
4. »ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα το Μισολόγγι: ίσως νικάει, ίσως πέφτει»............................................................................................................................................Και εκίνησα για να φύγω και είδα αποπίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μία γριούλα όπου είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια, και έκαιε λιβάνι, και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε ― και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι, και κλαίοντας και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε. Και εγώ...........................................................................................................................................Ετότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω. Και ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μισολόγγι. Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους [sic] και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα, τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή, και αστροπελέκι. Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση. Και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα. Και με φωνή που εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:Το χάραμα επήρατου ήλιου το δρόμοκρεμώντας τη λύρατη δίκαιη στον ώμο.Κι απ' όπου χαράζειώς όπου βυθά κ.τ.λ............................................................................................................................................Και ότι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε. Και οι δικοί μας και όλα μού εγίναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα ― Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα, και τα κεράκια ήταν λιωμένα και εμείνανε τα στερνά λιώματα στα χορτάρια, και το λιβάνι τελειωμένο. Και η γριούλα οπού μου έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός, ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σού 'ρθε. Σέ 'κραζα, σε κούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτηζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει ― τώρα ότι έπαψε, που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;». Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα, έπειτα που [μου] φίλησε το χέρι, κάνοντας μία μετάνοια, είπε: «Και τι παγωμένο πού 'ναι το χέρι σου».
ΚΕΦ. [6]
1. Και εκοίταξα τριγύρου, και δεν έβλεπα τίποτες, και είπα:
2. Ο Κύριος δεν θέλει να ιδώ άλλο, και γυρίζοντας το πρόσωπο όπου ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι Λύπιο.
3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γη αποκάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα, πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη,
4. τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
5. Και εβρέθηκα οπίσω από ένα καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο· και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο της κάμερας.
6. Και μία φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε στο δεξί μου αυτί, λέγοντας:
7. «Ω Διονύσιε lερομόναχε, τα μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν· ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην του Θεού».
8. Και μία άλλη φωνή, ομοίως λεπτή, μου εμουρμούρισε στο ζερβί μου αυτί τα ίδια λόγια, τραυλίζοντας.
9. Και αυτήν [η] δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που εγνώρισα, όμως εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει.
10. Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δυο χοντρούς και μακριούς πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
11. Και μη ξανοίγοντας τίποτες, αναστέναξα βαθιά, και καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού βρίσκεται γελασμένος, αγρίκησα μυρωδιά από λείψανο,
12. και εβγήκα απόκει, και εκοίταξα, τριγύρου και είδα:
13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη, στην άκρη της κάμερας, ένα κρεβάτι· και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μέσα τίποτες, και απάνου πολύ μύγα κουλουμωτή.
14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη e mince σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια τους και στα στήθια τους οι πελαγίσοι με το βελόνι.
15. Και είπα μέσα μου: ο Κύριος μού έστειλε ετούτη τη θέα, για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
16. Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
17. Και ανανοήθηκα πως κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια που ήτανε λερωμένα, ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου, εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.
ΚΕΦ. [7]
1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο, και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού, πού 'ναι χώρις ονείρατα.
2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος, ούτε δικός, ούτε γιατρός, ούτε πνεματικός, εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, έσκυψα, και με τα καλά τής έλεγα να ξαγορευτεί.
3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της, ακλουθώντας να κοιμάται.
4. Και ιδού η πρώτη φωνή, η αγνώριστη, που μού 'πε στο δεξί αυτί: «Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές, και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς οπού σφάζονται.
5. »Τούτη τη στιγμή ένα βλέπει στον ύπνο της, το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε: ήγουν την αδελφή της που διακονεύει και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε».
6. Και η δεύτερη φωνή, που εγνώριζα, εξαναείπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας, και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς εσυνηθούσε:
7. «Αλήθεια μα-μα-μαααα την Παναγία, α-α-α-αλήθεια μ-μ-μ-μα τον Άι Νικόλα, αλ-λ-λ-λήθεια, μααααα τον Άι Σπυρίδωνα, αλήθεια μα τ' αγνάχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού».
8. Ξάφνου η Γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε, άκουσα τη φωνή της Γυναικός, οπού εφώναζε: «Όξω, πόρνη, από 'δω· δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο!»
10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακρία την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει.
11. Και εξεσκεπάστηκε σκεδόν όλη, και εφάνηκε ένα ψοφογάτζουλο που ήτανε σκεπασμένο από την κροπιά, και έρχεται ένας ανεμοστρούφουλας, και το ξεσκεπάζει.
12. Αλλά σπρώχνοντας το χέρι της όξω από το κρεβάτι για να διώξει την αδελφή της, εχτύπησε σε μια κάσα πεθαμένου, που εβρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
13. Και άνοιξε τα μάτια της· και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχτηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μια κεφαλή γυναίκεια φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη, πολύ της έμοιαζε.
15. Τραβιέται, πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μίαν άλλη κάσα και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
16. Και έτζι εγνώρισα ότι έμελλε της Γυναικός βρεθεί, πριν ξεψυχήσει, ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της.
17. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπό μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη Γυναίκα μοναχή.
18. Γιατί τα σώματα των άλλων δυο ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχτούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα.
19. Μαζί μ' εμέ το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
20. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νά 'ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη· και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εσυγχίστηκε από το λογισμό.
21. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εσυγχίστηκε από το μάτι.
22. Επειδή, στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
23. είδα από την κλειδωνότρουπα, που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα,
24. και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα· και δεν εκαταλάβαινα τίποτες· και εξανακοίταξα στο μέρος della νisiοne.
25. Και ήτανε μεγάλη σιωπή, και δεν άκουες να βουίζει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος· γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη,
26. ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα del νelο που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά.
Εδώ ακολουθεί άλλο ένα προβληματικό κεφάλαιο. Αρχικά ο Σολωμός είχε καθαρογράψει μονάχα τις δύο πρώτες παραγράφους και είχε αφήσει κενή την υπόλοιπη σελίδα ― ωστόσο, στην επόμενη σελίδα συνεχίζει, μάλλον χωρίς ουσιώδες χάσμα με τα προηγούμενα, αλλά χωρίς να αριθμεί τις παραγράφους. Οπωσδήποτε, τούτο είναι το πιο σύντομο από όλα τα κεφαλαία της πρώτης μoρφής.
ΚEΦ. [8]
1. Αλλά η μάνα της, χωρίς να κοιτάξει κατά την θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θεγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
2. «Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει γιατί σκιάζεται το κακό σου· και έτζι έκαμε[ς] και εσύ μ' εμέ............................................................................................................................................
[3] «Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα,
[4] »σ' την ξανάδωσα μία ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ' την ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό,
[5] »και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας».
[6] Έτζι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
[7] Ετότε ο γέρος ανακατώθηκε μες στην κάσα του, ασήκωσε το δάχτυλο κατά τη θεγατέρα του και ετραύλισε την κατάρα του.
«Kεφάλαιον ύστερον» ονόμασε εξαρχής ο Σολωμός το τελευταίο κεφάλαιο που θα διαβάσουμε εδώ. Αργότερα πρόσθεσε άλλο ένα «Kεφάλαιον ύστερον» και ακόμη αργότερα σχεδίασε ένα περαιτέρω «capitοΙο uItimο». Όμως για μας, τώρα, «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» τελειώνει ως εξής:
Kεφάλαιον ύστερον
1. Και ο πατέρας και η μάνα αναληφτήκανε. Και η Γυναίκα, μονάχα ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί,
2. και εχύθηκε πηδώντας ψηλά, σαν τ' άστρο το καλοκαίρι, που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
3. Και εβρέθηκε στον καθρέφτη, στον οποίον εχτύπησε, και οι μύγες εφύγανε, και εβουίζανε στο πρόσωπό της.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, που την αδράχνανε από το μούτρο, έτρεχε εδώ και εκεί
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νά 'βρει για διαφέντεψη, και ήβρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει,
6. και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
7. Και τρέχοντας με το κοντό πουκάμισο, που είχε κάμει κοντό από τη φιλαργυρία της, έπαιξε το μάτι της στον καθρέφτη
8. και εσταμάτηξε, και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλό της και αναγέλασε.
9. «Ω κορμί! Ω κορμί! Τι πουκάμισο; Ε! Καταλαβαίνω εγώ· και ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για να 'ν' έτοιμο να κριματίσει.
10. »Αλλά ποιος νά 'ναι; Μα την αλήθεια, που της μοιάζει ολίγο: αα! εισ' εσύ, μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τζίμπλα της γουρούνας, γαϊδούρα, κροπολόγα, σκατή!
11. »Να τέλος πάντων ό,τι σου επροφήτεψα· και οι χίλιοί σου ηγαπημένοι; Δεν σ' έμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
12. »Είσαι στα χέρια μου· τι θέλεις να σου κάμω, ψυχικό; Τώρα σ' το κάνω. Να ιδώ α' σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή».
13. Έτζι λέοντας, έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο εβρισκότουνα στο πρόσωπό της.
14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μια θηλιά και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
15. Και αφού την ετέλειωσε, είπε: «Ακλούθα με αποπίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό.
16. »Γιατί έρχεται κάπου-κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ' έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη».
17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Και η ταραχή έπαψε και έκαμε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα, και με φωνή πνιμένη από την ευχαρίστηση είπε: «Να, μάτια μου, το ψυχικό».
19. Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει.
20. Και τελειωμένη η δέηση, εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη. Και δεν ήτον εκεί.
21. Και αιστάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μάγουλά μου,
22. και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
23. Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
24. Και επέρασα πέρα, με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο, να πάω να την εύρω.
25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τι που με χτύπησε,
26. και έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα. Και είδα την Γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
(από το «H Γυναίκα της Zάκυθος. Mία νέα ανάγνωση της πρώτης μορφής παρουσιασμένη από τον Γ. Π. Σαββίδη», Περίπλους, Γ΄ 10, Άνοιξη-Kαλοκαίρι 1986)

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

Από τη Στράτα Μαρίνα





Η εικόνα αυτού του δικάταρτου μικρού ιστιοφόρου στο λιμάνι του Τζάντε με κάνει να σταματάω και να το κοιτάζω για ώρα.
Την προηγούμενη εβδομάδα σταμάτησα και το φωτογράφησα με το κινητό για εσάς!

Σε πρώτο πλάνο οι υπέροχες παλιές πλάκες της Στράτα Μαρίνας.
Στη θέση τους προσεχώς φαρδύς δρόμος, νέες θέσεις πάρκινγκ και φυσικά παρτέρια με πράσινο, παιδικές χαρές, πεζοδρόμια και ποδηλατόδρομοι.
Αν κάποτε αυτό το ¨όνειρο¨ γίνει πραγματικότητα, λέω να φύγω από τη Ζάκυνθο.
Όχι πως θα χάσει το νησί κάποιο σημαντικό πρόσωπο, απλά μοιράζομαι μαζί σας μια σκέψη μου.
.

Στρατόπεδο συγκέντρωσης Νταχάου, 4/4/08





Εδώ σα ζακυνθινός ένοιωσα περήφανος: ούτε ένας Εβραίος δεν έφυγε από το νησί μου για αυτούς τους τόπους μαρτυρίου.
Σα σημερινός άνθρωπος δε μπορώ να πω όμως πως νοιώθω το ίδιο.
.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Μόναχο, Παρασκευή με Δευτέρα







Παρασκευή με Δευτέρα ήμουν στο Μόναχο. Για να δικαιολογήσω τον τίτλο vertzak - ο ταξιδιώτης που μου έδωσε η Dana Semitecolo στο καινούργιο blog της και πολύ με κολακεύει, τράβηξα με το κινητό δυο - τρεις φωτογραφίες. Δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο, πάντως τις αφιερώνω στη Dana.
.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΕΛΙΤΑΣ

Για τα πανηγύρια

[…] Τον επίλογο όμως, αυτού του ιδιόρρυθμου πασχαλινού ξεφαντώματος, τονε γράφει το πανηγύρι τ’ Αη-Λύπιου, την Κυριακή του Θωμά, στον Καλητέρο. Όπου στα σκιερά λιοστάσια του, που τα κεντάνε μοσχομύριστα αγριολούλουδα, στρώνανε ομαδικά και κατάχαμα, οι πατεράδες μας τη γιορτάσιμη τραπεζαρία τους. Ψητό, κορπέτες, τυριά, κόκκινα αυγά, ενώ η βερντέα από το καρτελάκι, έτρεχε ασταμάτητα.
Τα δικά μας τα χρόνια, η εκδήλωση έχει πετσοκοφτεί τραγικά από το σκουλήκι της μοντερνοποίησης. Που με το δίκιο της ίσως, αρωτάει με τη σειρά της:
- «Μα γιατί να τρώει κανείς καταγής και άβολα όταν, όπου και να κάμει θα ’βρει λογίς-λογίς ψησταριές, που προσφέρουνε μέχρι και του πουλιού το γάλα»
Ναι, σύμφωνοι, έτσι είναι… Μόνο όπου διαφεύγει, πως εκείνο το κοινό και αξέχαστο υπαίθριο φαγοπότι, είχε ψυχή! Κάτι που στερείται ασυζητιτί, το οποιοδήποτε κοσμικό ρέστωραν ή η ανάλογη ταβέρνα. Ύστερα απ’ όλα αυτά, λες και ακούω το χτεσινό καθηγητή μου και σημερινό πολύτιμο φίλο μου, τον Παναγιωτάκη Μπελούση, με την καλοσυνάτη, πάντα του διάθεση, να μου ξαναλέει:
- «Μην κοπιάζεις φτωχέ Δον-Κιχώτη, ο σημερινός τζαντιώτης, ο μπλαζέ, όπως το είπα, δεν σκοτίζεται πια για πανηγύρια»
- «Το ξέρω δάσκαλε», τ’ απαντάω, «πως έχεις όπως πάντα δίκαιο. Αλλά μ’ όλο το σεβασμό όπου σου ’χω, δε θα συμφωνήσω μαζί σου. Γιατί θα πρέπει επιτέλους ν’ ακούσουνε οι κάθε λογής «μπλαζέδες» πως υπάρχουν κι άνθρωποι, που ’χουνε τη δύναμη, ν’ αντιστέκονται στην αδιαφορία. Μπορεί να ’ναι λίγοι, αυτό όμως δεν μετράει, γιατί και το προζύμι… λίγο είναι».
.
Το κείμενο αυτό του κ ΝΙΟΝΙΟΥ ΜΕΛΙΤΑ προέρχεται από την έκδοση¨στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου¨ , Ζάκυνθος 2006

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗΣ



Βίος ανεόρταστος


Οι φιλέορτοι και φιλακόλουθοι βυζαντινοί πρόγονοί μας δικαιολογούσαν την προσήλωσή τους στην εκκλησιαστική παράδοση και την ενεργή συμμετοχή τους σε αυτές τις εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου με το γνωστό «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόχευτος».
Όμως πως εφαρμόζει, ως στάσιμον της καθημερινότητας, η περίπτωση του ζακυνθινού πανηγυριού του στυλίτη Αγίου Αλυπίου (Αϊλύπιου), το Αντίπασχα, το γνωστότερο ως Κυριακή της Διακαινισίμου ή του Θωμά, όταν μετά την κορύφωση του Θείου Δράματος με την Ανάσταση, ακολουθούν για τον αστικό και τον περιαστικό πληθυσμό της Χώρας, νέες λατρευτικές εκδηλώσεις σωρευμένες σε μία εβδομάδα, όπως η λιτάνευση της Παναγίας της Λαουρένταινας και το βόιδι (τη Δευτέρα της Διακαινισίμου), το πανηγύρι της Χρυσοπηγής (την Παρασκευή της Διακαινισίμου) και πολλές φορές η εορτή του Αγίου Γεωργίου.
Βεβαίως την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της παλαιάς ζακυνθινής κοινωνίας καθόριζαν απολύτως ιδιαίτεροι κανόνες, τα αντέτια, «οι διαρκώς (συνεπώς) μακρώς και ομοιμόρφως» εφαρμοζόμενες συνήθειες.
Βεβαίως και στο συγκεκριμένο πανηγύρι, δεν γνωρίζουμε από πότε, δόθηκε και κάποιος ιδιαίτερος οικονομικός χαρακτήρας που το έκανε ελκυστικό, όταν όπως διασώζει ο Ανδρέας Γαήτας (Ντ. Κονόμος, Ζάκυνθος πεντακόσια χρόνια, τομ.6ος Λαογραφικά σ. 273) εκείνοι που είχαν επιβήτορες ίππους τους έφερναν και τους εξέθεταν εκεί ώστε να τους δουν όσοι είχαν φοράδες και να επιλέξουν για αναπαραγωγή.
Όμως αξίζει να ερευνηθεί εάν αυτοί είναι οι μόνοι λόγοι που «από πρωίας συνέρρεον οι τε πολίται και πλείστοι όσοι χωρικοί, διήρχοντο δε την ημέραν εν χοροίς και άσμασι και εστιάσει και ευθυμία υπό τα δένδρα, εντός των σπαρτών και επί των πέριξ λόφων…».
Είναι μήπως ανάμνηση εγγεγραμμένη στο κύτταρο της πολυσυλλεκτικά αναπληρωμένης από πολλούς ελληνικούς τόπους, μετά τις καταστροφές, ζακυνθινής κοινωνίας, αρχαίων αγροτικών εορτών;
Είναι ισχυρή επιτόπια συνήθεια που βρήκε ο ενταχθείς πληθυσμός;
Είναι οι κανόνες της κοινωνικής συνοχής που επέβαλαν την συναναστροφή, την αναγνώριση και τη σύσφιξη;
Ή είναι (το πιθανότερο) ουσιαστικός τρόπος διακήρυξης της Ορθοδοξίας και τόνωσης των εθνικών στοιχείων του πληθυσμού, μία δυναμική εκδήλωση που λειτούργησε ως ανάχωμα στις διαρκείς επιθέσεις εκδυτικισμού που προωθούσαν πολλά κέντρα, παράλληλη με το κτίσιμο και τη συντήρηση τόσων πολλών εκκλησιών, μονών και προσκηνυμάτων;
Αν η τελευταία υπόθεση ευσταθεί τότε το πανηγύρι του Αϊλύπιου (που κινδυνεύει είτε να ξεχαστεί, είτε να βαλσαμωθεί και να παραπαίει μεταξύ αποδυναμωμένης από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνήθειας και τουριστικού event) πρέπει να αναβιώσει και να λειτουργήσει άλλη μια φορά υπέρ της διατήρησης της ζακυνθινής ιδιαιτερότητας και της τόνωσης των εθνικών μας στοιχείων, που και πάλι δέχονται επιθέσεις διαφοροποίησης.
Το κείμενο αυτό του κ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΡΚΟΥΜΕΛΗ προέρχεται από την έκδοση¨στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου¨ , Ζάκυνθος 2006

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΕΜΕΤΗΣ



Οι περίπατοι του Σολωμού


Οι φυσικές ομορφιές της Ζακύνθου δεν άφησαν ασυγκίνητο τον Εθνικό μας Ποιητή.
Καταγράφηκαν και συμπεριελήφθησαν στην ποιητική του δημιουργία, είτε με αναφορές συγκεκριμένες, είτε και σαν περιβάλλων χώρος αναγκαίος για να αποτελέσει τον καμβά του έργου του.
Βέβαιο είναι ότι ο Ποιητής περιδιάβαινε στους χώρους και εισέπραττε τις όποιες επιρροές των Ζακυνθινών τοπίων «όπου δεν έλειψε ποτέ λουλούδι και πουλάκι», και οι φωτοσκιάσεις, και τα λογής–λογής χρώματα του έδιναν ποικίλα ερεθίσματα για ιδέες και σκέψεις σε συνδυασμό βέβαια και με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε.
Είχε ιδιαίτερα αναπτυγμένη φυσιολατρική συνείδηση και θεωρούσε τον άνθρωπο δεμένο με τη Φύση.
Το βουνό Σκοπός, με την παράξενη Τούρλα του, το προάστιο Αργάσι, το ακρωτήρι του Νταβία, ο Λόφος Στράνη, το προάστιο Μπόχαλη, το Κάστρο, το Καλλητέρο, η Θάλασσα, τα ρεπάρα, οι ακρογιαλιές, οι βαρκάδες με τους φίλους, η Φανερωμένη, ο Ναός της Αγίας Τριάδας, αποτέλεσαν τα αίτια και τις αφορμές για να αποθανατιστούν από την πένα του.
Ας ανατρέξουμε στα πιο χαρακτηριστικά ποιήματα και πεζά του ποιητή.
Ας δούμε πώς αναφέρεται στην ανάδυση του νησιού της Ζακύνθου από τη θάλασσα στο ιταλόγλωσσο σονέτο «L’ ISOLA DEL ZANTE»

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ
Χαμογέλασε η Φύση, και να, προβάλλει η Ζάκυθο
απ’ την όμορφη αγκάλη των κυμάτων, να με στεφάνια
από μυρτιές στην κόμη κατεβαίνουν αιθέρια πνεύματα,
που ξέφυγαν απ’ τον κεστό της Αφροδίτης.

Την κάθε της γωνιά θαρρείς τη ζώνει η ομορφιά, γιατί
μ’ εκείνο τ’ όμορφο χαμόγελο δεν πρόβαλαν εδώ μαύ-
ρες και τραχιές ράχες, ως τα βράχια έχουν τ’ από-
γκρεμά τους στολισμένα με χορτάρι.

Γείρανε τα λαγκάδια, ψηλώσαν το κεφάλι τα βουνά,
και σε στρώμα από τριαντάφυλλα κι αμάραντους,
μουρμουριστά κυλούσαν τα νερά τους οι πηγές.

Στερνά πρόβαλε ο Έλατος, για να μπορεί το μάτι
από ψηλά, αγναντεύοντας πέρα του κάμπου τον μαντύα,
να βλέπει τι μπορεί και κάνει η Φύση.

Το Σκοπό ή Έλατο τον αναφέρει, και στο στιχούργημα «Η Ωδή εις τη Σελήνη» και στο «Ο Έπαινος του λόφου του Σκοπού». Το ίδιο βουνό ανιχνεύουμε, στο ποίημα «Η Αγνώριστη».
Ο κόλπος του Αργασίου ανιχνεύεται… στο επίγραμμα «Η Γαλήνη».
Ο Λόφος Στράνη και η Μπόχαλη συνδέονται με τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος».
Ο Άγιος Λύπιος εις τον Καλλητέρο, αποτελεί το έναυσμα του σκηνικού για τη «Γυναίκα της Ζάκυθος».
Το ακρωτήρι του Νταβία, αναφέρεται στο Ιταλόγλωσσο στιχούργημα, «Για μια βρύση πάνω από τη θάλασσα στου Νταβία», και στο άλλο επίσης Ιταλόγλωσσο στιχούργημα, «Για ένα χαριτωμένο μέρος, πάλι στου Νταβία, όπου παιδί πήγαινε ο Ποιητής».
Ο ναός της Φανερωμένης, στο σατιρικό το «Όνειρο».
Ο ναός της Αγίας Τριάδας, στο σονέτο «Στον Ευγ. Κυρ. Ιππότη Παύλο κόντε Μερκάτη φίλο του Ποιητή», που γράφτηκε όταν μια ημέρα βολτάριζαν μαζί στην περιοχή.
Αλλά και σε άλλα ποιήματά του, ιδιαίτερα στα ιταλόγλωσσα σονέτα του, καταγράφονται εικόνες που ο Ποιητής είχε αντικρίσει στους περιπάτους του.
Ακόμα δεν πρέπει να διαφεύγει ότι δεχόταν επιρροές και από την κοινωνικοπολιτική δραστηριότητά του, τους αγώνες των αγωνιστών, τις συναναστροφές, τους εκκλησιασμούς, τις πανηγύρεις και την ενημέρωσή του από τον τύπο της εποχής.
Αλλά και τα πολυάριθμα βιβλία, που αφομοίωσε σαν σπουδαστής και στη συνέχεια σα μελετητής της γλώσσας και των ιδεών των Αρχαίων Ελλήνων, των Λατίνων ποιητών, των Ευρωπαίων κλασικών, αλλά και των δημοτικών τραγουδιών μας.
Ακόμα επιρροές εντοπίζονται από τα επικά κρητικά μυθιστορήματα, τα θρησκευτικά δράματα και τα ελεγειακά ποιήματα, την Αγία Γραφή, τους πατέρες της εκκλησίας, την εκκλησιαστική υμνολογία και τη μυθολογία τους προ της Επανάστασης Ποιητές.

Τι σήμερα έχει μείνει όμως από τους τόπους όπου περπάτησε ο Ποιητής;
Τι εικόνα παρουσιάζει ο Σκοπός για τον οποίο έγραψε: «…Εδώ σου ανοίγονται της φύσης όλες οι ομορφιές, έτσι που ξαστοχάω ακόμα και τα Ηλύσια εγώ ο Πλίνιος. Τόση στα μάτια μου έχει αξία για την ομορφιά της». Ενθουσιασμένος ο Σολωμός από τη δύναμη της Φύσης μας λέει ότι δεν μπορεί να συγκριθεί το τοπίο ούτε με τα «Ηλύσια πεδία της Αθανασίας». Τόση ομορφιά επικρατεί εδώ.
Και σήμερα αλήθεια τι; Τι μας θυμίζει το Σκοπό και την ιστορία του; Δυστυχώς η εικόνα του έχει αλλοιωθεί καταστροφικά. Δυστυχώς δεν υπάρχει ρεμέντιο για το πολυτραγουδισμένο βουνό, σημείο αναφοράς και άλλων, νεώτερων του Σολωμού δημιουργών.
Ας κοιτάξουμε το Αργάσι. Τι να πούμε για το αλλοτινό όμορφο προάστιο, προσφιλέστατο περίπατο αμέτρητων, παλαιότερα, Ζακυνθινών;
Τι έχει απομείνει σήμερα; Μέχρι και η σπιάντσα του έχει καταπατηθεί. Το κτήμα του Δομενεγίνη έχει αλλοτριωθεί, ο ιστορικός Πύργος του Αναδαλή, το Διαλόσπιτο των Φιλικών, καρικατούρα αναπαλαίωσης και μνημείο εγκατάλειψης. Η παρακείμενη του πύργου βρύση, «Η βρύση πάνω από τη θάλασσα του Νταβία», βουβή, χωρίς νερό και ασφυκτικά καταπλακωμένη από κατασκευές με μπετό. Αν επιμείνεις και την αναζητήσεις, θα εντοπίσεις την καλοδουλεμένη πέτρινη κατασκευή και θα πληγωθείς από την αδιαφορία που επικρατεί. Αν βρισκόταν σε κάποια άλλη επικράτεια που οι πολίτες της έχουν μυαλό και σέβονται την ιστορία τους, σίγουρα θα την είχαν αποκαταστήσει και προβάλλει ανάλογα.
Ο Γρηγόρης Ξενόπουλος στο μυθιστόρημά του «Ρηγγίνα Λέζα», βάζει το Σολωμό να επισκέπτεται με τον Τζώρτζη Δρόγγα μια νύχτα, τον Πύργο και πλησιάζοντας να συνομιλούν. «… «Έχει κόσμο» θάλεγες πάντα … Ά, τι κόσμο! Και με ποίο σκοπό!… Τζώρτζη, απ’ αυτό το ερημικό, το παραθαλάσσιο ζακυθινό σπίτι βγήκε η ελληνική Ελευθερία! Εδώ – μέσα γεννήθηκε η Επανάσταση! …Πίσω από τα φωτισμένα εκείνα παραθύρια, μαζεύουνταν μυστικά και τα σχεδίαζαν οι αρχηγοί… Εδώ έφταναν καθεμέρα απ’ το Μοριά, από τη Ρούμελη, απ’ τα Νησιά… Πολλές φορές ξεμπαρκάρουνται εδώ κρυφά, και πάλι μπαρκάρουνται από εδώ… Και ποιος δεν ήρθε από κείνους που ακούγονται σήμερα και δοξάζουνται για τα κατορθώματά τους, στη στεριά και στη θάλασσα!… Ήταν το στρατηγείο του μεγάλου Κολοκοτρώνη! Και του Πετιμεζά, και του Νικηταρά, και του Αναγνωσταρά και άλλων… Η ψυχή, η καρδιά της Ελλάδας όλης, εκεί μέσα!… Αν η Ζάκυθο δεν τύχαινε λεύτερη από Τούρκους, κι’ οι Ζακυθινοί δεν ήταν τόσο θερμοί πατριώτες, ίσως, θ’ αργούσε ακόμα να σημάνει η ώρα του αγώνα. Μα ο αγώνας δεν τελείωσε ακόμα, μόλις έχει αρχίσει. Και το ευλογημένο αυτό σπίτι εξακολουθεί να κάνει ό,τι έκανε, όταν ήταν εδώ κι’ ο Κολοκοτρώνης…».
Αν ήταν δυνατόν ταξιδεύοντας στο χρόνο, να βρεθούμε στον Λόφο του Στράνη αγαπημένο μέρος στοχασμού και δημιουργίας του, εκείνη την εποχή, ίσως και να βλέπαμε τον εικοσιτριάχρονο Σολωμό, όπως τον φαντάστηκε ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, «... ντυμένο πολύ σοβαρά για νέο με μαύρα ρούχα, άσπρη τραχηλιά, άσπρη γραβάτα, άσπρα γάντια, κανένα χτυπητό χρώμα, κανένα φανταχτερό στολίδι και τ’ ωραίο του πρόσωπο έδειχνε μια πρώιμη ωριμότητα κι’ εμβρίθεια. Τα μάτια του προπάντων – τόσο σκούρα γαλανά ώστε να φαίνονται μαύρα – και το μεγάλο του μέτωπο, όπου τ’ ανασηκωμένα μαλλιά, κι’ αυτά τόσο σκούρα καστανά ώστε να φαίνονται μαύρα, έδιναν στη φυσιογνωμία του την πνευματική εκείνη έκφραση που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους της τάξης του στο τόπο. Από το σύνολό του αναδινόταν μια μεγάλη ευγένεια. Μα κι’ αυστηρότητα, χρηστότητα και καλοσύνη».
Το Λόφο τραγούδησε μεταγενέστερα ο Κωστής Παλαμάς στο ποίημα «Ζάκυνθος», που αφιέρωσε το 1927, στη Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου:
«… Από ένα ψήλωμα – ξεχάνω τ’ όνομά του πιά –
σα χώρα επαγγελτή ξαγνάντεψα την εξοχή της,
του πράσινου μεθύσι και χαροκοπιά,
μόσκος τ’ αγέρι της και μόσκος και η πνοή της».
Πώς τον έχουμε καταντήσει σήμερα; Κάποτε είχα αναρωτηθεί πως αν τον έβλεπε έτσι ο Ποιητής δεν θα ξαναπερνούσε από εκεί. Ποιος να μας το πει όμως;
Η Μπόχαλη, το πανέμορφο προάστιο, με τις διάχυτες ευωδιές από τους λεμονανθούς, τα νερατζάνθια, τις μεσπολιές και τα ολόμπλαβα γιούλια, που καλλιεργούσαν και πούλαγαν σε ματζέτα, όπως και τα ευωδιαστά τζατζαμίνια που τα πούλαγαν σε κιόκιες. Μπαλκόνι, απ’ όπου το μάτι απλώνεται ερευνητικά κοιτάζοντας στεριές και θάλασσες. Εκεί που ο Γρηγόρης Ξενόπουλος βάζει τον Ποιητή να ζει τον έρωτα με τη Ρηγγίνα Λέζα, και να επεξεργάζεται στιχουργώντας τον Ύμνο, στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, και στο οποίο σκιαγραφεί ζωντανά και παραστατικά την εποχή και τους ανθρώπους που κινήθηκαν γύρω από το Διονύσιο Σολωμό.
Πόσο όμως και αυτή έχει κακοποιηθεί από τους σημερινούς νεοζακυνθινούς;
Ο Άγιος Λύπιος στο Καλλητέρο, ένα άλλο μαγευτικό και μυστηριακό τοπίο, καταφύγιο του ευαίσθητου ποιητή, ικανό να τον εμπνεύσει στη συγγραφή της Γυναίκας της Ζάκυθος, το πεζογράφημα που περιλαμβάνει τα πολλά και σημαντικά που ορίζουν τη ζωή και τις αλήθειες του κόσμου, και που μόνο ο Σολωμός μπορεί και παρουσιάζει τόσο παραστατικά με τα κείμενά του, και που το χαρακτηρίζει ο ρεαλισμός, η σάτιρα, το δίκαιο και η ηθική.
Τι έμεινε σήμερα για μας από το τοπίο; Αλλά και από το πανηγύρι της Κυριακής του Θωμά με τα ψητά αρνιά, τα παστέλια, τις φριτούρες και τα ταμπουρλονιάκαρα; Και τους Ζακυνθινούς που κάθονταν παρέες–παρέες κάτω από τις αιωνόβιες ελιές, να φιρίρουν κόκκινα βαμμένα αυγά, να τρώνε χοιρομέρι και κρέας από τα ψητά αρνιά, και να πίνουν γλυκόπιοτη βερντέα σιγοτραγουδώντας, και επιστρέφοντας για τα σπίτια τους να παίρνουν φαουλάρικα λεμόνια από το Μετόχι του Αγίου;
Ο ναός της Παναγίας της Φανερωμένης σήμερα είναι η μοναδική προσπάθεια ζωντανέματος και ανακατασκευής ναού στην ίδια περιοχή όπου και ο προσεισμικός και κατ’ επέκταση πανομοιότυπος με εκείνον στα χρόνια του Σολωμού.
Ο ναός της Αγίας Τριάδας τελείως όμως διαφορετικός αλλά και σε άλλο χώρο, δεν έχει κάτι που να τον συνδέει εξωτερικά τουλάχιστο με όσα καταγράφει ο Σολωμός στο σονέτο του για τον Παύλο κόντε Μερκάτη στην αναζήτηση της συζήτησης που αναμένει να κάνει με το φίλο του. Γιατί σήμερα δεν υπάρχει ο
«Ανάλαφρος ψιθυρισμός τρυφερής χλωρασιάς, που σκε-
πάζει τους τοίχους του όμορφου ναού, και του ρυακιού
μουρμούρισμα, που κυλά ψηλάθε απ’ τη ραχούλα και τη
δροσίζει, …», όπως στιχούργησε τότε.
Τι όμως μένει σήμερα να κάνουμε;
Πώς αξιολογούμε τον τόπο μας, τις φυσικές του ομορφιές, το περιβάλλον, που η τύχη μας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουμε;
Τι θ’ αφήσουμε σ’ όλους όσους θ’ ακολουθήσουν;
Αξίζει να αξιολογήσουμε τα έχεια μας μετρώντας τα τετραγωνικά των οικοδομών, απαριθμώντας πισίνες, ακριβά τροχοφόρα, ταχύπλοα φουσκωτά;
Να γινόμαστε σκλάβοι του κακώς εννοουμένου ευδαιμονισμού;
Μήπως θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε ώστε να κρατήσουμε ό,τι ακόμα μπορεί να διασωθεί, και να δώσουμε τη δυνατότητα να βρεθούν οι νέοι ποιητές, οι νέοι λογοτέχνες που θα υμνήσουν την ομορφιά του νησιού μας;

Απρίλης 2006
Το κείμενο αυτό του κ ΓΙΑΝΝΗ ΔΕΜΕΤΗ προέρχεται από την έκδοση¨στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου¨ , Ζάκυνθος 2006